- ανδάνω
- ἁνδάνω (Α)1. (προσ.) είμαι αρεστός σε κάποιον, τέρπω, ευχαριστώ2. απρόσ. (για σύνολο ανθρώπων) νομίζω, έχω τη γνώμη.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανήκει στην οικογένεια των ήδομαι, ηδύς κ.λπ. Δεν παρατηρείται ακριβής αντιστοιχία με τ. άλλων γλωσσώνσυνδέεται μόνο με τα αρχαία ινδ. svadati, svadate «αρέσω» καί τα λατ. suādeō «συμβουλεύω», suavis «ευχάριστος». (Πρβλ. αττ. ἥδομαι, δωρ. ᾱδάνω καθώς και κρητ. ἔFaδε, αιολ. εὔαδε (< ἔ-σFαδ-ε), λοκρ. FεFαδηκότα, με τα οποία πιστοποιείται η παρουσία του F στον τ.].
Dictionary of Greek. 2013.